- φορμοκοιτῶ
- φορμοκοιτέωsleep on a matpres subj act 1st sg (attic epic doric)φορμοκοιτέωsleep on a matpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορμοκοιτώ — έω, Α κοιμάμαι πάνω σε πλεκτό στρώμα, πάνω σε ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη), πρβλ. αἰθριο κοιτῶ, σκληρο κοιτῶ] … Dictionary of Greek